Λαμιακός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Λαμιακός | ἡ | Λαμιακή | τὸ | Λαμιακόν |
| γενική | τοῦ | Λαμιακοῦ | τῆς | Λαμιακῆς | τοῦ | Λαμιακοῦ |
| δοτική | τῷ | Λαμιακῷ | τῇ | Λαμιακῇ | τῷ | Λαμιακῷ |
| αιτιατική | τὸν | Λαμιακόν | τὴν | Λαμιακήν | τὸ | Λαμιακόν |
| κλητική ὦ! | Λαμιακέ | Λαμιακή | Λαμιακόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | Λαμιακοί | αἱ | Λαμιακαί | τὰ | Λαμιακᾰ́ |
| γενική | τῶν | Λαμιακῶν | τῶν | Λαμιακῶν | τῶν | Λαμιακῶν |
| δοτική | τοῖς | Λαμιακοῖς | ταῖς | Λαμιακαῖς | τοῖς | Λαμιακοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | Λαμιακούς | τὰς | Λαμιακᾱ́ς | τὰ | Λαμιακᾰ́ |
| κλητική ὦ! | Λαμιακοί | Λαμιακαί | Λαμιακᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Λαμιακώ | τὼ | Λαμιακᾱ́ | τὼ | Λαμιακώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | Λαμιακοῖν | τοῖν | Λαμιακαῖν | τοῖν | Λαμιακοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Λαμία
Πηγές
- Λαμιακός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.