Κυπριάδου
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Κυπριάδου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Κυπριάδης
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.pɾiˈa.ðu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κυ‐πρι‐ά‐δου
Κύριο όνομα
Κυπριάδου θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Κυπριάδης
- συνοικία της Αθήνας, στα Πατήσια, γνωστή και ως Κηπούπολη Κυπριάδου ή Κυπριάδη
- (κυριολεκτικά) η συνοικία που σχεδίασε και έφτιαξε ο Κυπριάδης (από το όνομα του Αιγυπτιώτη επιχειρηματία Επαμεινώνδα Κυπριάδη [1888-1958])
- → δείτε και: Άνω Πατήσια, Αλυσίδα
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Kipriadou, Kypriadou
-
Κυπριάδου στη Βικιπαίδεια
(για τη συνοικία)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.