Κασαποπούλλου
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Κασαποπούλλου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Κασαπόπουλλος
Κύριο όνομα
Κασαποπούλλου θηλυκό, άκλιτο
- (ιδιωματικό, Πόντος, Κύπρος, και αλλού) γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Κασαπόπουλλος, ιδιωματική μορφή του Χασαποπούλου
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Κασαποπούλλου αρσενικό
- (λόγιο) γενική ενικού του Κασαπόπουλλος
- άλλη μορφή: Κασαπόπουλλου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.