Καρακαστανιά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Καρακαστανιά < γενική ενικού του αρσενικού Καρακαστανιάς
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ɾa.ka.staˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ρα‐κα‐στα‐νιά
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Καρακαστανιά αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Καρακαστανιάς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.