Θεοδοσία

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Θεοδοσία < αρχαία ελληνική θεοδοσία

Κύριο όνομα

Θεοδοσία θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. (τοπωνύμιο) περιοχή και λιμάνι της Κριμαίας, στη Μαύρη Θάλασσα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.