Εὐφράτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| Εὐφρᾱτα- | ||||
| ονομαστική | ὁ | Εὐφράτης | ||
| γενική | τοῦ | Εὐφράτου | ||
| δοτική | τῷ | Εὐφράτῃ | ||
| αιτιατική | τὸν | Εὐφράτην | ||
| κλητική ὦ! | Εὐφρᾶτᾰ | |||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Εὐφράτης < (άμεσο δάνειο) αρχαία περσική 𐎢𐎳𐎼𐎠𐎬𐎢 (ufrātu) < ελαμική 𒌑𒅁𒊏𒌅𒅖 (ú-ip-ra-tu-iš)
Πηγές
- Εὐφράτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.