ΔΣ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Δ.Σ. < Διπλωματικό Σώμα
- Δ.Σ. < Διοικητικό Συμβούλιο
- Δ.Σ. < Δημοτικό Συμβούλιο
- Δ.Σ. < Διεθνές Σύστημα (Μονάδων)
Συντομομορφή
Δ.Σ. ουδέτερο άκλιτο αρκτικόλεξο
- ένδειξη στις πινακίδες κυκλοφορίας των αυτοκινήτων του Διπλωματικού Σώματος
- το διοικητικό συμβούλιο οργανισμών, φορεών και επιχειρήσεων
- το δημοτικό συμβούλιο
- το Διεθνές Σύστημα Μονάδων [1]
Αναφορές
- Εμμανουήλ Αντ. Δρης (Αθήνα 2015), ΠΕΡΙ ΜΟΝΑΔΩΝ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΣΧΕΤΙΚΑ, σελ. 6. Προσπέλαση 2020-06-12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.