ΔΣ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

  1. Δ.Σ. < Διπλωματικό Σώμα
  2. Δ.Σ. < Διοικητικό Συμβούλιο
  3. Δ.Σ. < Δημοτικό Συμβούλιο
  4. Δ.Σ. < Διεθνές Σύστημα (Μονάδων)

Συντομομορφή

Δ.Σ. ουδέτερο άκλιτο αρκτικόλεξο

  1. ένδειξη στις πινακίδες κυκλοφορίας των αυτοκινήτων του Διπλωματικού Σώματος
     δείτε τις λέξεις CD και ΞΑ
  2. το διοικητικό συμβούλιο οργανισμών, φορεών και επιχειρήσεων
  3. το δημοτικό συμβούλιο
  4. το Διεθνές Σύστημα Μονάδων [1]

Αναφορές

  1. Εμμανουήλ Αντ. Δρης (Αθήνα 2015), ΠΕΡΙ ΜΟΝΑΔΩΝ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΣΧΕΤΙΚΑ, σελ. 6. Προσπέλαση 2020-06-12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.