ΞΑ
Νέα ελληνικά (el)
Συντομομορφή
Ξ.Α. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο
- ένδειξη στις πινακίδες κυκλοφορίας των αυτοκινήτων που ανήκουν σε ξένες αποστολές (όχι διπλωματικές)
- → δείτε τη λέξη ΔΣ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.