Δώρα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
Δώρα
<
Θεοδώρα
,
Πανδώρα
ή
Ισιδώρα
Κύριο όνομα
Δώρα
θηλυκό
γυναικείο
όνομα
, συνήθως
χαϊδευτικό
του
Θεοδώρα
Ντόρα
Συγγενικά
Θεοδώρα
Πανδώρα
Ισιδώρα
Μεταφράσεις
Δώρα
αγγλικά
:
Dora
(en)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.