Δρόσου
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Δρόσου < γενική ενικού του αρσενικού Δρόσος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈðɾo.su/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δρό‐σου
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Drosou
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.