Δευτέριος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Δευτέριος < (άμεσο δάνειο) λατινική Deuterius μέσω φραγκικής / γοτθικής γλώσσας < αρχαία ελληνική δευτέριος  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

Δευτέριος αρσενικό (στο θηλυκό: Δευτερία)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.