Δευτέριος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- Δευτέριος < (άμεσο δάνειο) λατινική Deuterius μέσω φραγκικής / γοτθικής γλώσσας < αρχαία ελληνική δευτέριος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
Δευτέριος αρσενικό (στο θηλυκό: Δευτερία)
- (ελληνιστική κοινή) ανδρικό όνομα
- ※ τις των Αρειανών επίσκοπος, Δευτέριος όνομα (Νικηφόρος Καλλίστου, Εκκλησιαστικήν ιστορίαν (βιβλ. Ις', κεφ. ΛΕ'), στο: books.google, Patrologiae cursus completus του Jacques-Paul Migne, τόμ. 147 (Παρίσι 1865), σ. 193)
- Deuterius (λατινικά)
- δευτέριος (επίθ. της αρχαίας ελληνικής)
- Θευδέριχος, Θεοδώριχος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.