Δαμαλά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Δαμαλά < γενική ενικού του αρσενικού Δαμαλάς
Προφορά
- ΔΦΑ : /ða.maˈla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δα‐μα‐λά
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Дамала
- λατινικοί χαρακτήρες: Damala
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.