Στενιές
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Στενιές < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
Στενιές θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό (καθαρεύουσα: Στενιαί)
Συγγενικά
- Γυάλια (παραλία)
- Στενή
- Στένωμα
-
Στενιές Άνδρου στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.