Γκιγιόμ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Γκιγιόμ: μεταγραφή για τη γαλλική Guillaume
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɟiˈʝom/
Μεταγραφή
Γκιγιόμ άκλιτο
- ανδρικό όνομα, ο Γουλιέλμος
- επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο), από το παραπάνω όνομα (αρχικά πατρωνυμικό)
- Γκιγιομό
-
Γκιγιόμ Απολλινέρ (Guillaume Apollinaire) στη Βικιπαίδεια
(1880–1918), γάλλος ποιητής και κριτικός τέχνης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.