Γαβάθα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Γαβάθα < γενική ενικού του αρσενικού Γαβάθας

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣaˈva.θa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γαβάθα

Κύριο όνομα

Γαβάθα θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές


Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Γαβάθα αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα

Παρώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.