Γίγαντες
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Γίγαντες < αρχαία ελληνική Γίγαντες, πληθυντικός αριθμός του Γίγας
Κύριο όνομα
Γίγαντες αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) μυθικά όντα της αρχαίας ελληνική μυθολογίας με υπερφυσική δύναμη
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- Γίγαντες < πληθυντικός αριθμός του Γίγας
Συγγενικά
- Γιγάντειος
- Γιγαντία
- Γιγαντιάς
- Γιγάντιος
- Γιγαντίς
- Γιγαντολέτης
- Γιγαντομαχία
- Γιγαντοπαντορήκτης
- Γιγαντοπνικτορήκτης
- Γιγαντοπτορήκτης
- Γιγαντόραιστος
- Γιγαντοφόνος
- Γιγαντοφόντις
- Γιγαντοφθόρος
- Γιγαντώδης
- → και δείτε τη λέξη γίγας
Αναφορές
- Γίγαντες - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.