Γίγαντες

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Γίγαντες < αρχαία ελληνική Γίγαντες, πληθυντικός αριθμός του Γίγας

Κύριο όνομα

Γίγαντες αρσενικό

  • (ελληνική μυθολογία) μυθικά όντα της αρχαίας ελληνική μυθολογίας με υπερφυσική δύναμη

Συγγενικά



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Γίγαντες < πληθυντικός αριθμός του Γίγας

Κύριο όνομα

Γίγαντες αρσενικό

Συγγενικά

  • Γιγάντειος
  • Γιγαντία
  • Γιγαντιάς
  • Γιγάντιος
  • Γιγαντίς
  • Γιγαντολέτης
  • Γιγαντομαχία
  • Γιγαντοπαντορήκτης
  • Γιγαντοπνικτορήκτης
  • Γιγαντοπτορήκτης
  • Γιγαντόραιστος
  • Γιγαντοφόνος
  • Γιγαντοφόντις
  • Γιγαντοφθόρος
  • Γιγαντώδης
  •  και δείτε τη λέξη γίγας

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.