Γάτα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Γάτα < γενική ενικού του αρσενικού Γάτας

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɣa.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γάτα

Κύριο όνομα

Γάτα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Γάτα αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.