Αυστράλια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Αυστράλια | ||
| γενική | της | Αυστράλιας | ||
| αιτιατική | την | Αυστράλια | ||
| κλητική | Αυστράλια | |||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αυστράλια < → δείτε τη λέξη Αυστραλία
Προφορά
- ΔΦΑ : /afˈstɾa.li.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αυ‐στρά‐λι‐α
Μεταφράσεις
Αυστράλια
|
→ δείτε τη λέξη Αυστραλία |
Πηγές
- Αυστραλία - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.