Αλκμάν

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

Αλκμάν < αρχαία ελληνική Ἀλκμάν < η ρίζα αλκμ παραπέμπει σε λέξεις με την έννοια του σφριγηλού, ακμαίου (< αλκή)

Κύριο όνομα

Αλκμάν (Αλκμάνος η γενική)

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη Ἀλκμάν

  • παραθέματα, βιογραφικά:  δείτε τη λέξη Ἀλκμάν

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.