Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

 δείτε τις λέξεις ακαθάριστος, εθνικός και προϊόν

Πολυλεκτικός όρος

Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν ουδέτερο

  • η συνολική αξία όλων των τελικών αγαθών (υλικών και άυλων) που αποκτούν οι πολίτες μιας χώρας σε διάστημα ενός έτους. Συνήθως γράφεται ΑΕΠ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.