Έρως

Νέα ελληνικά (el)

Έρως.

Ετυμολογία

Έρως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἔρως

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Έρως

Κύριο όνομα

Έρως αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο Ἔρως)

  1. θεός της αγάπης
  2. (αστρονομία) ο αστεροειδής Έρως

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.