Έρως
Νέα ελληνικά (el)

Έρως.
Ετυμολογία
- Έρως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἔρως
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Έ‐ρως
Κύριο όνομα
Έρως αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο Ἔρως)
Μεταφράσεις
Έρως
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.