Έλλη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Έλλη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ἕλλη
Κύριο όνομα
Έλλη θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- (ελληνική μυθολογία) αδελφή του Φρίξου που πνίγηκε στο πέλαγος που πήρε το όνομα της: Ελλήσποντος
- ↪ Ἕλλης πόντος, Ἕλλης πόντος,
Μεταφράσεις
Έλλη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.