épreuve
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| épreuve | épreuves |
épreuve (fr) θηλυκό
- το δοκίμιο
- il doit rendre son épreuve dans un mois - πρέπει να δώσει το δοκίμιό σε έναν μήνα
- η δοκιμασία
- tu dois passer trois épreuves - πρέπει να ξεπεράσεις τρεις δοκιμασίες
- το διαγώνισμα
- vous avez trois heures pour rendre votre épreuve - έχετε τρεις ώρες για να δώσετε το διαγώνισμά σας
- το βάσανο, η φουρτούνα, η ταλαιπωρία
- il a traversé plusieurs épreuves dans sa vie - πέρασε πολλά βάσανα / πολλές φουρτούνες στη ζωή του
- η βάσανος
- το πάθημα
- η κακουχία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.