émotif
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- émotif < λατινική emotum < emovere
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.mɔ.tif/
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | émotif | émotifs |
| θηλυκό | émotive | émotives |
émotif (fr)
- σχετικός με τη συγκίνηση
- ευσυγκίνητος, που έχει τάση να αισθάνεται έντονα τις συγκινήσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.