webinar
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| webinar | webinars |
webinar (en)
- (πληροφορική) διάσκεψη μέσω του διαδίκτυου
- (κατ’ επέκταση) μάθημα που παραδίδεται μέσω του διαδίκτυου, περιλαμβάνοντας βίντεο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.