walkie talkie
Αγγλικά (en)

Ένα walkie-talkie
Πολυλεκτικός όρος
walkie talkie (en) (πληθυντικός walkie talkies)
- (ηλεκτρονική, τηλεπικοινωνίες) φορητός ασύρματος, χειροπομποδέκτης [1], γουόκι τόκι [2]
- walkie-talkie
- walky-talky
- walkie-talky
Συνώνυμα
- (επίσημο) handheld transceiver (HT)
Υπερώνυμα
- semiduplex ή half duplex επικοινωνία
-
walkie talkie στην αγγλική Βικιπαίδεια

- Walkie-talkie, εικόνες στα Wikimedia Commons
Αναφορές
- «χειροπομποδέκτης» από αναζήτηση «walkie talkie» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
- από αναζήτηση «γουόκι-τόκι» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.