voz
Βοσνιακά
(bs)
Ουσιαστικό
voz
(bs)
το
τρένο
Ισπανικά
(es)
ενικός
πληθυντικός
voz
voces
Ουσιαστικό
voz
(es)
η
φωνή
Πορτογαλικά
(pt)
Ουσιαστικό
voz
(pt)
η
φωνή
Σερβικά
(sr)
Ουσιαστικό
voz
(sr)
λατινική γραφή του
воз
Σλοβακικά
(sk)
Ουσιαστικό
voz
(sk)
το
αυτοκίνητο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.