venereal
Αγγλικά (en)
Επίθετο
venereal (en)
- που αφορά ή σχετίζεται με αφροδίσιο νόσημα, αφροδίσιος, αφροδισιακός
- (λόγιο ή λογοτεχνικό) που σχετίζεται με την θεά Αφροδίτη, τον έρωτα
- (αστρονομία) που σχετίζεται με τον πλανήτη Αφροδίτη
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.