venereal

Αγγλικά (en)

Επίθετο

venereal (en)

  1. που αφορά ή σχετίζεται με αφροδίσιο νόσημα, αφροδίσιος, αφροδισιακός
     συνώνυμα: aphrodisiac
  2. (λόγιο ή λογοτεχνικό) που σχετίζεται με την θεά Αφροδίτη, τον έρωτα
  3. (αστρονομία) που σχετίζεται με τον πλανήτη Αφροδίτη

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.