vaslet
Παλαιά γαλλικά (fro)
Ουσιαστικό
| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| cas sujet | vaslez | vaslet |
| cas régime | vaslet | vaslez |
vaslet
- νεαρός που ετοιμάζεται να γίνει ιππότης
- (γενικότερα) ο νεαρός
- όνομα με το οποίο προσφωνεί κανείς έναν νεαρό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.