vacillement
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /va.sij.mɑ̃/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| vacillement | vacillements |
vacillement (fr) αρσενικό
- η ταλάντευση
- ο δισταγμός πριν την πράξη ή πριν τη λήψη μιας απόφασης
- οι συχνές αλλαγές γνώμης ή προθέσεων, λόγω αδυναμίας του χαρακτήρα
Σημειώσεις
- Παρωχημένο συνώνυμο είναι το: vacillation.
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη vaciller
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.