vaccino

Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

vaccino < λατινική vaccinus < văcca (αγελάδα)

Ουσιαστικό

vaccino (it)

  1. (ζωολογία) εμβόλιο ζώων
  2. εμβόλιο, φαρμακευτικά παρασκευάσματα που παράγονται από βακτήρια ή ιούς, ή τοξίνες , χορηγείται με ένεση στο σώμα και παράγει ειδικά αντισώματα που εξασφαλίζουν την ασυλία του οργανισμού.
  3. κάθε ουσία που μπορεί να οδηγήσει σε μια κατάσταση ασυλίας

Συνώνυμα



Λατινικά (la)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

vaccino (la)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.