unanimisme
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| unanimisme | unanimismes |
Ουσιαστικό
unanimisme (fr) αρσενικό
- (λογοτεχνία) λογοτεχνική θεωρία κατά την οποία ένας συγγραφέας οφείλει να παρουσιάζει τη γνώμη του γενικότερου πλήθους και να περιγράφει τις σχέσεις ενός ατόμου με την υπόλοιπη κοινωνία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.