twitterstream

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

twitterstream < twitter + stream

Ουσιαστικό

twitterstream (en)

  1. (νεολογισμός) η ενημέρωση της δραστηριότητας των χρηστών του δικτύου τουίτερ, έτσι όπως εμφανίζεται στην αρχική σελίδα ενός χρήστη



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

twitterstream < αγγλική twitterstream

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
twitterstream twitterstreams

twitterstream (fr) αρσενικό

  1. (νεολογισμός) η ενημέρωση της δραστηριότητας των χρηστών του δικτύου τουίτερ, έτσι όπως εμφανίζεται στην αρχική σελίδα ενός χρήστη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.