tutelage
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| tutelage | tutelages |
Ετυμολογία
- tutelage < λατινική tutela (παρακολούθηση, κηδεμονία, προστασία) < tueri (παρακολουθώ, φυλάσσω)
Ουσιαστικό
tutelage (en)
- η διδασκαλία, η εκπαίδευση κάποιου σε κάτι, ιδίως από έναν μέντορα, προστάτη, καθοδήγηση
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.