tuile
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɥil/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| tuile | tuiles |
tuile (fr) θηλυκό
- το κεραμίδι, η κεραμίδα
- καθεμιά από τις μεταλλικές πλάκες μιας ερπύστριας
- πτι-φουρ με μορφή κεραμιδιού
- (μεταφορικά) (οικείο) κακοτυχία, αναποδιά
- ≈ συνώνυμα: catastrophe, malchance, (οικείο) guigne
Παράγωγα
- tuileau
- tuilerie
- tuilier - tuilière
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.