troop

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
troop troops

Ουσιαστικό

troop (en)

  1. (μόνο πληθυντικός) τα στρατεύματα, ειδικά σε μεγάλες ομάδες
    The troops advanced in battle formation.
    Τα στρατεύματα προχώρησαν σε διάταξη μάχης.
  2. η ομάδα, το τσούρμο, το μπουλούκι
    a troop of scouts - ομάδα προσκόπων
    a troop of schoolchildren - ένα τσούρμο μαθητές
    a troop of tourists - ένα μπουλούκι τουρίστες
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη group

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.