tren

Βρετονικά (br)

Ουσιαστικό

tren (br)



Ισπανικά (es)

Ουσιαστικό

tren (es)



Καταλανικά (ca)

Ουσιαστικό

tren (ca)



Πολωνικά (pl)

Ετυμολογία

tren < (άμεσο δάνειο) λατινική threnus < αρχαία ελληνική θρῆνος

Προφορά

 

Ουσιαστικό

tren (pl) αρσενικό

  1. (λογοτεχνία) θρήνος, μοιρολόι
  2. (ενδυμασία) η ουρά



Ρουμανικά (ro)

Ουσιαστικό

tren (ro)



Τουρκικά (tr)

Ουσιαστικό

tren (tr)

Κλίση

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.