tire-au-flanc
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| tire-au-flanc | tire-au-flanc |
tire-au-flanc (fr) αρσενικό
- στρατιώτης που προσπαθεί να γλυτώσει τις αγγαρείες
- (κατ’ επέκταση) τεμπέλης, o λουφαδόρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.