testimony
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| testimony | testimonies |
Ουσιαστικό
testimony (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η μαρτυρία, η κατάθεση, μια επίσημη γραπτή ή προφορική δήλωση που λέει αυτό που ξέρω ότι είναι αλήθεια, συνήθως στο δικαστήριο
- ↪ I gave my testimony to the police.
- Έδωσα την κατάθεσή μου στην αστυνομία.
- ↪ His testimony implicated many high-ranking officials.
- Η κατάθεσή του ενοχοποίησε πολλούς αξιωματούχους.
- ↪ I gave my testimony to the police.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.