tenure

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

tenure (en)

  1. η κατοχή ενός αξιώματος, η θητεία
  2. το διάστημα κατά το οποίο κάποιος κατέχει ένα αξίωμα, η θητεία
  3. η μονιμότητα (για πανεπιστημιακούς καθηγητές)
  4. το δικαίωμα κατοχής γης στη φεουδαρχία

Ρήμα

tenure (en)

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.