tenure
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
tenure (en)
- η κατοχή ενός αξιώματος, η θητεία
- το διάστημα κατά το οποίο κάποιος κατέχει ένα αξίωμα, η θητεία
- η μονιμότητα (για πανεπιστημιακούς καθηγητές)
- το δικαίωμα κατοχής γης στη φεουδαρχία
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.