tasteless
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | tasteless |
| συγκριτικός | more tasteless |
| υπερθετικός | most tasteless |
Ετυμολογία
- tasteless < taste + -less
Επίθετο
tasteless (en)
- άγευστος, άνοστος, ανούσιος, που έχει ελάχιστη γεύση ή δεν έχει γεύση
- ↪ The food in the canteen is bland and tasteless.
- Το φαγητό στην καντίνα είναι ανούσιο και άγευστο.
- ↪ Throw some more salt on the food, because it seems tasteless to me.
- Ρίξε κι άλλο αλάτι στο φαγητό, γιατί μου φαίνεται άνοστο.
- ↪ tasteless food - ανούσιο φαγητό
- ≈ συνώνυμα: bland και flavorless
- ↪ The food in the canteen is bland and tasteless.
- κακόγουστος, άνοστος, προσβλητικό και ακατάλληλο
- ↪ a tasteless joke - κακόγουστο αστείο
- ↪ a tasteless prank - κακόγουστη φάρσα
- ↪ tasteless speech/jokes - άνοστα λόγια/αστεία
- ↪ tasteless behavior - άνοστο φέρσιμο
- κακόγουστος, ακαλαίσθητος, που δείχνει έλλειψη ικανότητας να επιλέγουν πράγματα που οι άνθρωποι αναγνωρίζουν ως ελκυστικά και καλής ποιότητας
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.