tact

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

tact < λατινική tactus

Προφορά

ΔΦΑ : /takt/

Ουσιαστικό

tact (fr) αρσενικό άκλιτο

  1. (παρωχημένο) η αφή, το άγγιγμα
  2. η αίσθηση της αφής, η εκτίμηση των διαφόρων ερεθισμάτων που ασκούνται στο σώμα
  3. (μεταφορικά) (παρωχημένο) η διαίσθηση
  4. το τακτ
     συνώνυμα: délicatesse, doigté

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.