tact
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- tact < λατινική tactus
Προφορά
- ΔΦΑ : /takt/
Ουσιαστικό
tact (fr) αρσενικό άκλιτο
- (παρωχημένο) η αφή, το άγγιγμα
- η αίσθηση της αφής, η εκτίμηση των διαφόρων ερεθισμάτων που ασκούνται στο σώμα
- (μεταφορικά) (παρωχημένο) η διαίσθηση
- το τακτ
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.