ta
Παπιαμέντο (pap)
Πολωνικά (pl)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ta/
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
ta (pl)
- ten στην ονομαστική και κλητική του ενικού του θηλυκού γένους
- ten στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική του πληθυντικού του ουδέτερου γένους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.