sweep
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | sweep |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | sweeps |
| αόριστος | swept |
| παθητική μετοχή | swept |
| ενεργητική μετοχή | sweeping |
| αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
Ρήμα
sweep (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σκουπίζω, καθαρίζω έναν χώρο χρησιμοποιώντας σκούπα
- ↪ I sweep the crumbs under the rug.
- Σκουπίζω τα ψίχουλα κάτω από το χαλί.
- ↪ I sweep the crumbs under the rug.
- (μεταβατικό) σκουπίζω, αφαιρώ κάτι από μια επιφάνεια χρησιμοποιώντας μια βούρτσα, το χέρι μου κτλ.
- ↪ I swept up the dead leaves.
- Σκούπισα τα ξερά φύλλα.
- ↪ I swept up the dead leaves.
- (μεταβατικό) παίρνω, μετακινώ ή σπρώχνω κάποιον ή κάτι ξαφνικά και με πολλή δύναμη
- ↪ The waves swept him overboard.
- Τον πήραν τα κύματα από το πλοίο.
- ↪ The current swept everything in its path.
- Το ρεύμα πήρε τα πάντα στον δρόμο του.
- ↪ The floods swept many bridges away.
- Οι πλημμύρες πήραν πολλές γέφυρες.
- ↪ The waves swept him overboard.
Πηγές
- sweep - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 643-644, 802. ISBN 9780194325684., λήμμα: παίρνω, σκουπίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.