sub verbo

Διαγλωσσικοί όροι

Ετυμολογία

sub verbo < λατινική sub (κάτω) & verbο, αφαιρετική του ουδέτερου ουσιαστικού verbum (λέξη) κυριολεκτικά: κάτω από τη λέξη

Συντομομορφή

sub verbo (πληθυντικός sub verbis)

  • (βιβλιογραφική παραπομπή) κάτω από τη λέξη (του λήμματος), στο λήμμα λεξικού ή εγκυκλοπαίδειας
    συντομογραφία: s.v.
     συνώνυμα: sub voce
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.