sorbo

Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

sorbo (it)

  1. δένδρο που συναντάτε και σαν θάμνος
  2. (μυθολογία) το αγαπημένο δέντρο των νεράιδων των μαγισσών και των μοχθηρών πνευμάτων.
  3. ο καρπός του δένδρου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.