social
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | social |
| συγκριτικός | more social |
| υπερθετικός | most social |
Επίθετο
social (en)
- κοινωνικός, σχετικός με δραστηριότητες στις οποίες οι άνθρωποι συναντιούνται μεταξύ τους για ευχαρίστηση
- ↪ the social life in a city - η κοινωνική ζωή μιας πόλης
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) κοινωνικός, σχετικός με την κοινωνία και τον τρόπο οργάνωσης της
- ↪ Juvenile delinquency is an acute social problem.
- Η εγκληματικότητα των νέων είναι ένα οξύ κοινωνικό πρόβλημα.
- ↪ Juvenile delinquency is an acute social problem.
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) κοινωνικός, σχετικός με τη θέση μου στην κοινωνία
- ↪ social classes - κοινωνικές τάξεις
- ↪ There should be no social outcasts.
- Δεν πρέπει να υπάρχουν κοινωνικά απόβλητα.
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) κοινωνικός, που ζουν φυσικά σε ομάδες και όχι μόνοι
- ↪ Man is a social being.
- Ο άνθρωπος είναι ον κοινωνικό.
- ↪ Man is a social being.
- κοινωνικός, για άτομα που απολαμβάνουν να περνούν χρόνο με άλλους ανθρώπους
Σύνθετα
Παράγωγα
- social media
- social science
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.