sloppily

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός sloppily
συγκριτικός more sloppily
υπερθετικός most sloppily

Ετυμολογία

sloppily < sloppy + -ly

Επίρρημα

sloppily (en)

  • πρόχειρα, με τρόπο που δείχνει έλλειψη φροντίδας, σκέψης ή προσπάθειας
    I sloppily pinned up my pants with a safety pin.
    Έπιασα πρόχειρα το παντελόνι μου με παραμάνα.
    I wrote something very sloppily, I will fix it later.
    Έγραψα κάτι πολύ πρόχειρα, αργότερα θα διορθώσω.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη haphazardly

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.