sliver

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία en

sliver < παλαιοαγγλικά-αγγλοσαξονικά: seolfor ( < πρωτογερμανικά: ? ). Συγγενικό των: ολλανδικά: zilver, γερμανικά: Silber

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈslɪvə/

Ουσιαστικό

sliver (en)

  1. σκλήθρα, θραύσμα, θρύμμα, φέτα
  2. λεπτή φέτα, κομμένη μερίδα
    •  συνώνυμα:: thin slice, (μη απόλυτη μετάφραση) portion
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.