sfera
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- sfera < λατινική sphaera < αρχαία ελληνική σφαῖρα
Ουσιαστικό
sfera (it)
- (γεωμετρία) το γεωμετρικό στερεό όλα τα σημεία της επιφάνειας του οποίου ισαπέχουν από το κέντρο του
- ένας νοητός χώρος με μία χαρακτηριστική ιδιότητα
- η σφαίρα του φανταστικού, η σφαίρα του εφικτού, η σφαίρα των ιδεών
- (αστρονομία) η Γη είναι μια σφαίρα
- (μεταφορικά) πεδίο, περιοχή, τομέας
- Αυτό βγαίνει από την σφαίρα της αρμοδιότητάς μου
- (αθλητισμός) η μπάλα
-
sfera στην ιταλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.